- πλαστογραφικός
- η , ό[ν]1) фальсификаторский; 2) относящийся к фальсификации
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλαστογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πλαστογράφο ή στην πλαστογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek